Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοφορώ < μεσαιωνική ελληνική καλοφορῶ < καλο- + φορῶ

  Ρήμα επεξεργασία

καλοφορώ[1]

  1. (σπάνιο) φορώ τα επίσημα ή τα καλά μου ρούχα
  2. χρησιμοποιείται προκειμένου να ευχηθούμε σε κάποιον να φορέσει τα καινούργια του ενδύματα ή υποδήματα με γεια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καλοφορώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)