Ετυμολογία

επεξεργασία
καλολέω < μεσαιωνική ελληνική καλολέγω < αρχαία ελληνική καλός + λέγω

καλολέω (παθητική φωνή: καλολέγομαι)

  1. διηγούμαι με ακρίβεια και πιστότητα
  2. ολοκληρώνω ό,τι έχω να πω
    Δεν πρόφτασε να καλοειπεί αυτό που ήθελε και χτύπησε το κουδούνι.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία