καλολέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλολέω < μεσαιωνική ελληνική καλολέγω < αρχαία ελληνική καλός + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίακαλολέω (παθητική φωνή: καλολέγομαι)
- διηγούμαι με ακρίβεια και πιστότητα
- ολοκληρώνω ό,τι έχω να πω
- Δεν πρόφτασε να καλοειπεί αυτό που ήθελε και χτύπησε το κουδούνι.
Συγγενικά
επεξεργασία- καλοειπωμένος
- → δείτε τις λέξεις καλός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλολέω
|