Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοκαιριάτικα < καλοκαιριάτικ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.lo.ceɾˈʝa.ti.ka/ & /ka.lo.ceˈɾi̯a.ti.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐και‐ριά‐τι‐κα

  Επίρρημα επεξεργασία

καλοκαιριάτικα

  • που γίνεται το καλοκαίρι, ενώ δεν θα έπρεπε (αρνητική χροιά)
    Καλοκαιριάτικα, φοράς παλτό; Θα σκάσεις από τη ζέστη!

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καλοκαιριάτικα