κακανθρωπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακανθρωπίζω < μεσαιωνική ελληνική κακανθρωπίζω
Ρήμα
επεξεργασίακακανθρωπίζω
- (κρητικά, παρωχημένο) βρικολακιάζω
- ※ Εκείνον τον καιρό πολλοί άνθρωποι εβρυκολάκιαζαν, εκακανθρώπιζαν , όπως τό'λεγαν στην Κρήτη
- Ιωάννης Κονδυλάκης, «Ο βρυκόλακας». Ο Μαύρος γάτος και άλλα διηγήματα, επιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Αθήνα: Στιγμή, 1987, σ. 85.
- ※ Εκείνον τον καιρό πολλοί άνθρωποι εβρυκολάκιαζαν, εκακανθρώπιζαν , όπως τό'λεγαν στην Κρήτη
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακανθρωπίζω < αρχαία ελληνική κακός + ἄνθρωπος
Ρήμα
επεξεργασίακακανθρωπίζω