καθηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθηγούμαι < αρχαία ελληνική καθηγέομαι
Ρήμα
επεξεργασίακαθηγούμαι
- (σπάνιο) (θρησκεία) είμαι καθηγούμενος
- (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) ηγούμαι, οδηγώ, είμαι μπροστά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθηγούμαι
|