Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθηγέομαι < κατά + ἡγέομαι

  Ρήμα επεξεργασία

καθηγέομαι, συνηρ.: καθηγοῦμαι, ιωνικό κατηγέομαι

  1. είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω, ηγούμαι, καθοδηγώ
  2. πηγαίνω μπροστά και διδάσκω ένα πράγμα
  3. ξεκινώ να κάνω κάτι
    καθηγοῦμαι τοῦ λόγου
  4. είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι, ιδρύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 722