Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθεστηκυία τάξη < καθεστηκυία < αρχαία ελληνική καθεστηκυῖα, θηλυκό του καθεστηκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος καθίστημι & τάξη < αρχαία ελληνική τάξις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaθestiˈcia ˈtaksi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καθεστηκυία τάξη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία