καθαρές πωλήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαρές πωλήσεις < → δείτε τις λέξεις καθαρός και πώληση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net sales
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακαθαρές πωλήσεις (μόνο πληθυντικός)
- (λογιστική) η αξία των πωλήσεων μιας οικονομικής μονάδας μετά την αφαίρεση των φόρων (πχ. ΦΠΑ), των επιστροφών, των εκπτώσεων και της αξίας των κατεστραμμένων προϊόντων