Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαρές πωλήσεις < → δείτε τις λέξεις καθαρός και πώληση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική net sales

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

καθαρές πωλήσεις (μόνο πληθυντικός)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία