Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρά έσοδα < → δείτε τις λέξεις καθαρός και έσοδο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καθαρά έσοδα (en) (μόνο πληθυντικός)