Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαρά έσοδα < → δείτε τις λέξεις καθαρός και έσοδο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

καθαρά έσοδα (en) (μόνο πληθυντικός)