κάλικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάλικο: νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική calico[1] < από την ινδική περιοχή Calicut απ' όπου γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος
- για τη γάτα < μεταφορική χρήση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.li.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λι‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάλικο ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) είδος σκληρού υφάσματος φτιαγμένο από αλεύκαντο και όχι τελείως επεξεργασμένο βαμβάκι
Επίθετο επεξεργασία
κάλικο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) τρίχρωμη γάτα με τρίχωμα μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί
- ※ «calicoes» (κάλικο): αυτές που έχουν πορτοκαλί, καφέ και μαύρο ή απλά οι τρίχρωμες [γάτες] (Είναι οι τρίχρωμες γάτες πάντα θηλυκές;)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ύφασμα
τρίχρωμη γάτα