kaliko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaliko | kalikoj |
αιτιατική | kalikon | kalikojn |
kaliko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaliko | kalikoj |
αιτιατική | kalikon | kalikojn |
kaliko (eo)