ισοσύλλαβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοσύλλαβα < ισοσύλλαβος + -α < ελληνιστική κοινή ἰσοσύλλαβος
Επίρρημα
επεξεργασίαισοσύλλαβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοσύλλαβα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαισοσύλλαβα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισοσύλλαβος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαισοσύλλαβα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισοσύλλαβο