ηδονοθηρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηδονοθηρικά < ηδονοθηρικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαηδονοθηρικά
- με ηδονοθηρικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ηδονοθήρας, ηδονή και θήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηδονοθηρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαηδονοθηρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ηδονοθηρικός