ερμηνευτική δήλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμηνευτική δήλωση → δείτε τις λέξεις ερμηνευτικός και δήλωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαερμηνευτική δήλωση θηλυκό
- (νομικός όρος) δήλωση που γίνεται από έναν θεσμό, ένα κράτος ή μια διεθνή οντότητα, με την οποίο επιδιώκεται η αποσαφήνιση μιας έννοιας στο πλαίσιο ενός νόμου, μιας συνθήκης κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερμηνευτική δήλωση