επιδερμικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
επιδερμικά < επιδερμικός
Επίρρημα επεξεργασία
επιδερμικά
- κατά τρόπο επιδερμικό
- (μεταφορικά) επιφανειακά, με επιπόλαιο τρόπο, χωρίς εμβάθυνση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδερμικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιδερμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδερμικό