επαναστατικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαναστατικοποιώ < επαναστατικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική revolutionize)
Ρήμα
επεξεργασίαεπαναστατικοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαναστατικοποιώ
επαναστατικοποιώ