εξαρτύζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαρτύζω < αρχαία ελληνική ἐξαρτύω
Ρήμα επεξεργασία
εξαρτύζω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αρματώνω καράβι, το εξοπλίζω με τον κατάλληλο εξοπλισμό, εξαρτήματα ή άλλα όργανα