Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδονοσοκομειακά < επίθετο ενδονοσοκομειακός, λόγια λέξη για να αποδοθεί το αμερικανικό intrahospital

  Επίρρημα επεξεργασία

ενδονοσοκομειακά

  • τροπικό και τοπικό επίρρημα που σημαίνει μέσα στο νοσοκομείο (όχι σε εξωτερικούς χώρους) ή μέσα στη διοίκηση του νοσοκομείου (χωρίς παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων)
Το θέμα πρέπει να λυθεί ενδονοσοκομειακά χωρίς να ανακατευτεί το υπουργείο
Δεν χρειάζεται να μεταφερθεί ο άνθρωπος αλλού, αυτή την εξέταση την κάνουμε κι εδώ, ενδονοσοκομειακά


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ενδονοσοκομειακά