ενδογενοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενδογενοποιώ (παθητική φωνή: ενδογενοποιούμαι)
- (νεολογισμός) (λόγιο) μετατρέπω σε ενδογενή κάποιον εξωγενή παράγοντα
- ※ Η σχολή της νέας οικονομικής γεωγραφίας ενδογενοποιεί όλους τους εξωγενείς παράγοντες της νεοκλασικής θεωρίας και των νέων θεωριών εμπορίου με αποτέλεσμα η «δεύτερη φύση» να καθορίζει εξ’ ολοκλήρου τη χωρική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων. (Καλλιώρας Δημήτρης, Περιφερειακές και διαρθρωτικές επιπτώσεις της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα νέα κράτη-μέλη της, σελ. 60)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενδογενοποιώ | ενδογενοποιούσα | θα ενδογενοποιώ | να ενδογενοποιώ | ενδογενοποιώντας | |
β' ενικ. | ενδογενοποιείς | ενδογενοποιούσες | θα ενδογενοποιείς | να ενδογενοποιείς | (ενδογενοποίει) | |
γ' ενικ. | ενδογενοποιεί | ενδογενοποιούσε | θα ενδογενοποιεί | να ενδογενοποιεί | ||
α' πληθ. | ενδογενοποιούμε | ενδογενοποιούσαμε | θα ενδογενοποιούμε | να ενδογενοποιούμε | ||
β' πληθ. | ενδογενοποιείτε | ενδογενοποιούσατε | θα ενδογενοποιείτε | να ενδογενοποιείτε | ενδογενοποιείτε | |
γ' πληθ. | ενδογενοποιούν(ε) | ενδογενοποιούσαν(ε) | θα ενδογενοποιούν(ε) | να ενδογενοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενδογενοποίησα | θα ενδογενοποιήσω | να ενδογενοποιήσω | ενδογενοποιήσει | ||
β' ενικ. | ενδογενοποίησες | θα ενδογενοποιήσεις | να ενδογενοποιήσεις | ενδογενοποίησε | ||
γ' ενικ. | ενδογενοποίησε | θα ενδογενοποιήσει | να ενδογενοποιήσει | |||
α' πληθ. | ενδογενοποιήσαμε | θα ενδογενοποιήσουμε | να ενδογενοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ενδογενοποιήσατε | θα ενδογενοποιήσετε | να ενδογενοποιήσετε | ενδογενοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ενδογενοποίησαν ενδογενοποιήσαν(ε) |
θα ενδογενοποιήσουν(ε) | να ενδογενοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενδογενοποιήσει | είχα ενδογενοποιήσει | θα έχω ενδογενοποιήσει | να έχω ενδογενοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενδογενοποιήσει | είχες ενδογενοποιήσει | θα έχεις ενδογενοποιήσει | να έχεις ενδογενοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενδογενοποιήσει | είχε ενδογενοποιήσει | θα έχει ενδογενοποιήσει | να έχει ενδογενοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενδογενοποιήσει | είχαμε ενδογενοποιήσει | θα έχουμε ενδογενοποιήσει | να έχουμε ενδογενοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενδογενοποιήσει | είχατε ενδογενοποιήσει | θα έχετε ενδογενοποιήσει | να έχετε ενδογενοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενδογενοποιήσει | είχαν ενδογενοποιήσει | θα έχουν ενδογενοποιήσει | να έχουν ενδογενοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενδογενοποιώ