εμβρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμβρέχω < ελληνιστική κοινή ἐμβρέχω < ἐν + αρχαία ελληνική βρέχω
Ρήμα
επεξεργασίαεμβρέχω (παθητική φωνή: εμβρέχομαι)
- ακολουθώ ή εφαρμόζω τη διαδικασία της εμβροχής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμβρέχω
|