ελιτίστικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελιτίστικα < ελιτίστικος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαελιτίστικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελιτίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελιτίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελιτίστικος