εκ των ων ουκ άνευ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκ των ων ουκ άνευ, ελλειπτική φράση, καθαρεύουσα: ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. (εννοείται ὅρος) ἐκ τῶν ὧν (των οποίων, γενική πληθυντικού του ὅς) οὐκ ἄνευ (εννοείται ἐστί, υπάρχει).[1] Κυριολεκτικά: (όρος, προϋπόθεση) από εκείνους που δεν υπάρχει [κάτι] χωρίς αυτούς. Αντίστοιχη της λατιντικής φράσης (condicio «sine qua non» του Βοήθιου,(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πιθανόν ως μετάφραση αριστοτελικής φράσης «οὗ οὐκ ἄνευ».(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) [2]
Προφορά
επεξεργασίαΦράση
επεξεργασίαεκ των ων ουκ άνευ
- (λόγιο) κάτι είναι εντελώς απαραίτητο και χωρίς αυτό δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του υπό συζήτηση θέματος ή αντικειμένου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- sine qua non (λατινικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκ των ων ουκ άνευ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άνευ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ sine qua non στο αγγλικό Βικιλεξικό