sine qua non
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sine qua non < λατινική [conditio] sine qua non ([προϋπόθεση,όρος] χωρίς τον οποίο δεν...), νομική έκφραση προερχόμενη από Αριστοτελικές εκφράσεις.
Έκφραση επεξεργασία
sine qua non
- εκ των ων ουκ άνευ, που είναι απαραίτητος, θεμελιώδης, που αποτελεί προϋπόθεση για κάτι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ne kwa nɔn/
Έκφραση επεξεργασία
sine qua non (fr)
- που είναι απαραίτητος, θεμελιώδης, προϋπόθεση για κάτι
- il a soigneusement évité aussi de se prononcer contre l’abrogation du texte, condition sine qua non posée par les syndicats pour amorcer un dialogue (εφημερίδα 20 minutes, έκδοση Paris, αρ. 944 της 7 avril 2006)