εκφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφεύγω < αρχαία ελληνική ἐκφεύγω < ἐκ + φεύγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ekˈfe.vɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φεύ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαεκφεύγω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφεύγω | εξέφευγα | θα εκφεύγω | να εκφεύγω | εκφεύγοντας | |
β' ενικ. | εκφεύγεις | εξέφευγες | θα εκφεύγεις | να εκφεύγεις | έκφευγε | |
γ' ενικ. | εκφεύγει | εξέφευγε | θα εκφεύγει | να εκφεύγει | ||
α' πληθ. | εκφεύγουμε | εκφεύγαμε | θα εκφεύγουμε | να εκφεύγουμε | ||
β' πληθ. | εκφεύγετε | εκφεύγατε | θα εκφεύγετε | να εκφεύγετε | εκφεύγετε | |
γ' πληθ. | εκφεύγουν(ε) | εξέφευγαν εκφεύγαν(ε) |
θα εκφεύγουν(ε) | να εκφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέφυγα | θα εκφύγω | να εκφύγω | εκφύγει | ||
β' ενικ. | εξέφυγες | θα εκφύγεις | να εκφύγεις | έκφυγε | ||
γ' ενικ. | εξέφυγε | θα εκφύγει | να εκφύγει | |||
α' πληθ. | εκφύγαμε | θα εκφύγουμε | να εκφύγουμε | |||
β' πληθ. | εκφύγατε | θα εκφύγετε | να εκφύγετε | εκφύγτε | ||
γ' πληθ. | εξέφυγαν εκφύγαν(ε) |
θα εκφύγουν(ε) | να εκφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφύγει | είχα εκφύγει | θα έχω εκφύγει | να έχω εκφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφύγει | είχες εκφύγει | θα έχεις εκφύγει | να έχεις εκφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει εκφύγει | είχε εκφύγει | θα έχει εκφύγει | να έχει εκφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφύγει | είχαμε εκφύγει | θα έχουμε εκφύγει | να έχουμε εκφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφύγει | είχατε εκφύγει | θα έχετε εκφύγει | να έχετε εκφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφύγει | είχαν εκφύγει | θα έχουν εκφύγει | να έχουν εκφύγει |
|