Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Απαρέμφατο επεξεργασία

διαφέρειν

  1. (με τη σημασία) (για χρόνο) περνώ τη ζωή μου
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 40.2
    καὶ οὕτω διαφέρειν τὸν αἰῶνα ἐναλλὰξ πρήσσων ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα..
    και έτσι να περάσω τη ζωή μου, με εναλλαγές και σκαμπανεβάσματα και όχι με συνεχή ευτυχία.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (με τη σημασία) μεταφέρω από πάνω ή από τη μια πλευρά στην άλλη
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 8.3
    διαφέρειν δὲ τὸν Ἰσθμὸν τὰς ἡμισείας τῶν νεῶν πρῶτον, καὶ εὐθὺς ταύτας ἀποπλεῖν, ὅπως μὴ οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὰς ἀφορμωμένας μᾶλλον τὸν νοῦν ἔχωσιν ἢ τὰς ὕστερον ἐπιδιαφερομένας.
    Αποφάσισαν να περάσουν τα μισά μόνο καράβια απάνω από τον Ισθμό, τα οποία θα έφευγαν αμέσως, ώστε να διασπαστεί η προσοχή των Αθηναίων μεταξύ του στόλου που θα έφευγε κι εκείνου που θα περνούσε αργότερα τον Ισθμό.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. (με τη σημασία) διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 123
    ἐγὼ λοιδορίαν κατηγορίας τούτῳ διαφέρειν ἡγοῦμαι,
    νομίζω ότι η κατηγορία διαφέρει από τη λοιδορία στο εξής·
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. (με τη σημασία) (σε απρόσωπη σύνταξη) με ενδιαφέρει, με νοιάζει, διαφέρει, έχει διαφορά
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1248 (1248-1249)
    δοκῶ δὲ τοῖς θανοῦσι διαφέρειν βραχὺ | εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων·
    Λίγο τούς γνοιάζει τους νεκρούς | αν πλούσια θα τους προσφέρουν δώρα·.
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία