Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδραματίζεται < παθητική φωνή του ρήματος διαδραματίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διαδραματίζεται, πρτ.: διαδραματιζόταν, στ.μέλλ.: θα διαδραματιστεί, αόρ.: διαδραματίστηκε

  1. (μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού) συμβαίνει, εξελίσεται
    1. στο πλαίσιο ενός δραματικού ή άλλου αφηγηματικού έργου
    2. (κατ’ επέκταση) για γεγονότα με έντονο, δραματικό, χαρακτήρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία