διαδραματίζεται
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδραματίζεται < παθητική φωνή του ρήματος διαδραματίζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαδραματίζεται, πρτ.: διαδραματιζόταν, στ.μέλλ.: θα διαδραματιστεί, αόρ.: διαδραματίστηκε
- (μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού) συμβαίνει, εξελίσεται
- στο πλαίσιο ενός δραματικού ή άλλου αφηγηματικού έργου
- (κατ’ επέκταση) για γεγονότα με έντονο, δραματικό, χαρακτήρα