διαβατήριον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβατήριον: → δείτε τη λέξη διαβατήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβατήριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το διαβατήριο
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαβατήριον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διαβατήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαβατήριος