δεκατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκατίζω < δέκατος + -ίζω < αρχαία ελληνική δέκατος < δέκα
Ρήμα
επεξεργασίαδεκατίζω
- δίνω το ένα δέκατο όσων παράγω ή κερδίζω
- άλλη μορφή του αποδεκατίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- δεκατισμός
- δεκατιστής
- → δείτε τη λέξη δέκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεκατίζω | δεκάτιζα | θα δεκατίζω | να δεκατίζω | δεκατίζοντας | |
β' ενικ. | δεκατίζεις | δεκάτιζες | θα δεκατίζεις | να δεκατίζεις | δεκάτιζε | |
γ' ενικ. | δεκατίζει | δεκάτιζε | θα δεκατίζει | να δεκατίζει | ||
α' πληθ. | δεκατίζουμε | δεκατίζαμε | θα δεκατίζουμε | να δεκατίζουμε | ||
β' πληθ. | δεκατίζετε | δεκατίζατε | θα δεκατίζετε | να δεκατίζετε | δεκατίζετε | |
γ' πληθ. | δεκατίζουν(ε) | δεκάτιζαν δεκατίζαν(ε) |
θα δεκατίζουν(ε) | να δεκατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δεκάτισα | θα δεκατίσω | να δεκατίσω | δεκατίσει | ||
β' ενικ. | δεκάτισες | θα δεκατίσεις | να δεκατίσεις | δεκάτισε | ||
γ' ενικ. | δεκάτισε | θα δεκατίσει | να δεκατίσει | |||
α' πληθ. | δεκατίσαμε | θα δεκατίσουμε | να δεκατίσουμε | |||
β' πληθ. | δεκατίσατε | θα δεκατίσετε | να δεκατίσετε | δεκατίστε | ||
γ' πληθ. | δεκάτισαν δεκατίσαν(ε) |
θα δεκατίσουν(ε) | να δεκατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεκατίσει | είχα δεκατίσει | θα έχω δεκατίσει | να έχω δεκατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεκατίσει | είχες δεκατίσει | θα έχεις δεκατίσει | να έχεις δεκατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεκατίσει | είχε δεκατίσει | θα έχει δεκατίσει | να έχει δεκατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεκατίσει | είχαμε δεκατίσει | θα έχουμε δεκατίσει | να έχουμε δεκατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεκατίσει | είχατε δεκατίσει | θα έχετε δεκατίσει | να έχετε δεκατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεκατίσει | είχαν δεκατίσει | θα έχουν δεκατίσει | να έχουν δεκατίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκατίζω
|