γκρουμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈgɾum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρούμ
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκρουμ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος σε ξενοδοχείο, πλοίο ή αλλού, που συνήθως φορά ειδική στολή και τακτοποεί τον χώρο ή μεταφέρει αποσκευές ή άλλα αντικείμενα
- ※ Έδιωξε την Κατερίνα· προσέλαβε Εγγλέζο μπάτλερ, μάγερα, παραμάγερα, γκρουμ και δύο καμαριέρες.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Πριν ασχοληθεί με την υποκριτική, εργάστηκε ως γκρουμ σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης (οι πελάτισσες σίγουρα θα χαμογελούσαν κατά την είσοδο και την έξοδό τους.
- Ο πτυχιούχος, πρώην γκρουμ, σταρ του Hollywood, εφημερίδα REAL, 26/1/2013
- ※ Έδιωξε την Κατερίνα· προσέλαβε Εγγλέζο μπάτλερ, μάγερα, παραμάγερα, γκρουμ και δύο καμαριέρες.
Άλλες μορφές επεξεργασία
- γκρούμ (παλιά πολυτονική γραφή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γκρουμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας