Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρουμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική groom < αγγλική groom[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈgɾum/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρούμ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρουμ αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • γκρούμ (παλιά πολυτονική γραφή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία