γκίμπαλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκίμπαλ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) συσκευή που εξουδετερώνει τους κραδασμούς και κρατά στην επιθυμητή οριζόντια, κάθετη ή άλλη θέση μια συσκευή (πυξίδα, φωτογραφική μηχανή κ.λπ.)