Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυνοποιώ < βύνη + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

βυνοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία