βυνοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβυνοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βυνοποιώ | βυνοποιούσα | θα βυνοποιώ | να βυνοποιώ | βυνοποιώντας | |
β' ενικ. | βυνοποιείς | βυνοποιούσες | θα βυνοποιείς | να βυνοποιείς | (βυνοποίει) | |
γ' ενικ. | βυνοποιεί | βυνοποιούσε | θα βυνοποιεί | να βυνοποιεί | ||
α' πληθ. | βυνοποιούμε | βυνοποιούσαμε | θα βυνοποιούμε | να βυνοποιούμε | ||
β' πληθ. | βυνοποιείτε | βυνοποιούσατε | θα βυνοποιείτε | να βυνοποιείτε | βυνοποιείτε | |
γ' πληθ. | βυνοποιούν(ε) | βυνοποιούσαν(ε) | θα βυνοποιούν(ε) | να βυνοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βυνοποίησα | θα βυνοποιήσω | να βυνοποιήσω | βυνοποιήσει | ||
β' ενικ. | βυνοποίησες | θα βυνοποιήσεις | να βυνοποιήσεις | βυνοποίησε | ||
γ' ενικ. | βυνοποίησε | θα βυνοποιήσει | να βυνοποιήσει | |||
α' πληθ. | βυνοποιήσαμε | θα βυνοποιήσουμε | να βυνοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | βυνοποιήσατε | θα βυνοποιήσετε | να βυνοποιήσετε | βυνοποιήστε | ||
γ' πληθ. | βυνοποίησαν βυνοποιήσαν(ε) |
θα βυνοποιήσουν(ε) | να βυνοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βυνοποιήσει | είχα βυνοποιήσει | θα έχω βυνοποιήσει | να έχω βυνοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βυνοποιήσει | είχες βυνοποιήσει | θα έχεις βυνοποιήσει | να έχεις βυνοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βυνοποιήσει | είχε βυνοποιήσει | θα έχει βυνοποιήσει | να έχει βυνοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βυνοποιήσει | είχαμε βυνοποιήσει | θα έχουμε βυνοποιήσει | να έχουμε βυνοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βυνοποιήσει | είχατε βυνοποιήσει | θα έχετε βυνοποιήσει | να έχετε βυνοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βυνοποιήσει | είχαν βυνοποιήσει | θα έχουν βυνοποιήσει | να έχουν βυνοποιήσει |
|