malt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmalt (en)
- η βύνη
Ρήμα
επεξεργασίαmalt (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
malt | malts |
malt (fr) αρσενικό
- η βύνη
malt (en)
malt (en)
ενικός | πληθυντικός |
malt | malts |
malt (fr) αρσενικό