βινεγκρέτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βινεγκρέτ < γαλλική vinaigrette
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβινεγκρέτ θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) δροσερή σάλτσα από λάδι, ξίδι και αλάτι, συχνά με αρωματικά χόρτα, που προστίθεται στη μαρουλοσαλάτα και στην αγγουροντομάτα