βαριεστίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαριεστίζω < βαζγεστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική vazgeçtim, αόριστος του ρήματος vazgeçmek (εγκαταλείπω, γυρίζω πίσω) < περσική باز (baz, πίσω, στα σύνθετα ρήματα) + τουρκική geçmek (γυρίζω)
Ρήμα επεξεργασία
βαριεστίζω και βαριεστώ
- αισθάνομαι ανία, πλήξη, κούραση, για να κάνω κάτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαριεστίζω
|