• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αἷνπερ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

αἷνπερ

  • (αναφορική αντωνυμία, σπάνιο) γενική και δοτική δυϊκού, θηλυκού γένους (ἥπερ) του ὅσπερ

Δείτε επίσης

επεξεργασία
η αναφορική αντωνυμία «ὅσπερ»
αριθμός ενικός πληθυντικός δυϊκός
γένη →
πτώσεις ↓
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροτριγενέςθηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅσπερ ἥπερ ὅπερ οἵπερ αἵπερ ἅπερ ὥπερ ἅπερ (ᾱ)
γενική οὗπερ ἧσπερ οὗπερ ὧνπερ οἷνπερ αἷνπερ
δοτική ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ οἷνπερ αἷνπερ
αιτιατική ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ οὕσπερ ἅσπερ (ᾱ) ἅπερ ὥπερ ἅπερ (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αἷνπερ&oldid=6704044"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Απριλίου 2024, στις 16:13

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Απριλίου 2024, στις 16:13. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας