αἵπερ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίααἵπερ
- (αναφορική αντωνυμία) ονομαστική πληθυντικού, θηλυκού γένους (ἥπερ) του ὅσπερ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαη αναφορική αντωνυμία «ὅσπερ» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὅσπερ | ἥπερ | ὅπερ | οἵπερ | αἵπερ | ἅπερ | ὥπερ | ἅπερ (ᾱ) | |
γενική | οὗπερ | ἧσπερ | οὗπερ | ὧνπερ | οἷνπερ | αἷνπερ | |||
δοτική | ᾧπερ | ᾗπερ | ᾧπερ | οἷσπερ | αἷσπερ | οἷσπερ | οἷνπερ | αἷνπερ | |
αιτιατική | ὅνπερ | ἥνπερ | ὅπερ | οὕσπερ | ἅσπερ (ᾱ) | ἅπερ | ὥπερ | ἅπερ (ᾱ) | |
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |