Ετυμολογία

επεξεργασία
αχολογώ < αχός + -ο- + -λογώ

αχολογώ

  1. (λογοτεχνικό) παράγω αχό
  2. (λογοτεχνικό) αντηχώ, αντιλαλώ
    ※  Τη νύχτα έφεγγαν μεγάλες φωτιές γύρω στο Μοναστήρι και σ' όλο τον κάμπο, και αχολογούσαν βρόντοι τουφεκιών και άλλες ταραχές. (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία