αχολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααχολογώ
- (λογοτεχνικό) παράγω αχό
- (λογοτεχνικό) αντηχώ, αντιλαλώ
- ※ Τη νύχτα έφεγγαν μεγάλες φωτιές γύρω στο Μοναστήρι και σ' όλο τον κάμπο, και αχολογούσαν βρόντοι τουφεκιών και άλλες ταραχές. (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχολογάω - αχολογώ | αχολογούσα | θα αχολογάω - αχολογώ | να αχολογάω - αχολογώ | αχολογώντας | |
β' ενικ. | αχολογάς | αχολογούσες | θα αχολογάς | να αχολογάς | αχολόγα - αχολόγαγε | |
γ' ενικ. | αχολογάει - αχολογά | αχολογούσε | θα αχολογάει - αχολογά | να αχολογάει - αχολογά | ||
α' πληθ. | αχολογάμε - αχολογούμε | αχολογούσαμε | θα αχολογάμε - αχολογούμε | να αχολογάμε - αχολογούμε | ||
β' πληθ. | αχολογάτε | αχολογούσατε | θα αχολογάτε | να αχολογάτε | αχολογάτε | |
γ' πληθ. | αχολογάν(ε) - αχολογούν(ε) | αχολογούσαν(ε) | θα αχολογάν(ε) - αχολογούν(ε) | να αχολογάν(ε) - αχολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αχολόγησα | θα αχολογήσω | να αχολογήσω | αχολογήσει | ||
β' ενικ. | αχολόγησες | θα αχολογήσεις | να αχολογήσεις | αχολόγα - αχολόγησε | ||
γ' ενικ. | αχολόγησε | θα αχολογήσει | να αχολογήσει | |||
α' πληθ. | αχολογήσαμε | θα αχολογήσουμε | να αχολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αχολογήσατε | θα αχολογήσετε | να αχολογήσετε | αχολογήστε | ||
γ' πληθ. | αχολόγησαν αχολογήσαν(ε) |
θα αχολογήσουν(ε) | να αχολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αχολογήσει | είχα αχολογήσει | θα έχω αχολογήσει | να έχω αχολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αχολογήσει | είχες αχολογήσει | θα έχεις αχολογήσει | να έχεις αχολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αχολογήσει | είχε αχολογήσει | θα έχει αχολογήσει | να έχει αχολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αχολογήσει | είχαμε αχολογήσει | θα έχουμε αχολογήσει | να έχουμε αχολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αχολογήσει | είχατε αχολογήσει | θα έχετε αχολογήσει | να έχετε αχολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αχολογήσει | είχαν αχολογήσει | θα έχουν αχολογήσει | να έχουν αχολογήσει |
|