αφεντάδικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφεντάδικα < αφεντάδικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αφεντάδικα
- (λαϊκότροπο) με τρόπο που ταιριάζει σε αφέντη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφεντάδικα
|
Επίρρημα επεξεργασία
αφεντάδικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφεντάδικος