ασυμπόνετα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ασυμπόνετα < ασυμπόνετ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ασυμπόνετα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ασυμπόνετα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ασυμπόνετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασυμπόνετος