ασυμπάθητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυμπάθητα < ασυμπάθητος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ασυμπάθητα
- χωρίς να τον συμπαθούμε
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυμπάθητα
|
Επίρρημα επεξεργασία
ασυμπάθητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασυμπάθητος