αρχέγονα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχέγονα < αρχέγονος + -α < (ελληνιστική κοινή) ἀρχέγονος
Επίρρημα επεξεργασία
αρχέγονα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχέγονα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αρχέγονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρχέγονος