Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστερότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος αριστερά


  Επίρρημα επεξεργασία

αριστερότερα

  • για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί πιο αριστερά σε σχέση με κάτι άλλο ή με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
Κινείται αριστερότερα από το ΣΥΡΙΖΑ
Εγώ βλέπω στο drive me ότι είναι αριστερότερα από εκεί που νομίζεις



Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αριστερότερα