αριστερότερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριστερότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος αριστερά
Επίρρημα επεξεργασία
αριστερότερα
- για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί πιο αριστερά σε σχέση με κάτι άλλο ή με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Κινείται αριστερότερα από το ΣΥΡΙΖΑ
- Εγώ βλέπω στο drive me ότι είναι αριστερότερα από εκεί που νομίζεις
Συνώνυμα επεξεργασία
- πιο αριστερά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριστερότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αριστερότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστερότερο