απολιπαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολιπαίνω < απο- + λιπαίνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégraisser)
Ρήμα
επεξεργασίααπολιπαίνω (παθητική φωνή: απολιπαίνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απολίπανση
- απολιπαντικό
- απολιπαντικός
- → δείτε τις λέξεις από και λίπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολιπαίνω | απολίπαινα | θα απολιπαίνω | να απολιπαίνω | απολιπαίνοντας | |
β' ενικ. | απολιπαίνεις | απολίπαινες | θα απολιπαίνεις | να απολιπαίνεις | απολίπαινε | |
γ' ενικ. | απολιπαίνει | απολίπαινε | θα απολιπαίνει | να απολιπαίνει | ||
α' πληθ. | απολιπαίνουμε | απολιπαίναμε | θα απολιπαίνουμε | να απολιπαίνουμε | ||
β' πληθ. | απολιπαίνετε | απολιπαίνατε | θα απολιπαίνετε | να απολιπαίνετε | απολιπαίνετε | |
γ' πληθ. | απολιπαίνουν(ε) | απολίπαιναν απολιπαίναν(ε) |
θα απολιπαίνουν(ε) | να απολιπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολίπανα | θα απολιπάνω | να απολιπάνω | απολιπάνει | ||
β' ενικ. | απολίπανες | θα απολιπάνεις | να απολιπάνεις | απολίπανε | ||
γ' ενικ. | απολίπανε | θα απολιπάνει | να απολιπάνει | |||
α' πληθ. | απολιπάναμε | θα απολιπάνουμε | να απολιπάνουμε | |||
β' πληθ. | απολιπάνατε | θα απολιπάνετε | να απολιπάνετε | απολιπάνετε | ||
γ' πληθ. | απολίπαναν απολιπάναν(ε) |
θα απολιπάνουν(ε) | να απολιπάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολιπάνει | είχα απολιπάνει | θα έχω απολιπάνει | να έχω απολιπάνει | ||
β' ενικ. | έχεις απολιπάνει | είχες απολιπάνει | θα έχεις απολιπάνει | να έχεις απολιπάνει | ||
γ' ενικ. | έχει απολιπάνει | είχε απολιπάνει | θα έχει απολιπάνει | να έχει απολιπάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολιπάνει | είχαμε απολιπάνει | θα έχουμε απολιπάνει | να έχουμε απολιπάνει | ||
β' πληθ. | έχετε απολιπάνει | είχατε απολιπάνει | θα έχετε απολιπάνει | να έχετε απολιπάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολιπάνει | είχαν απολιπάνει | θα έχουν απολιπάνει | να έχουν απολιπάνει |
|