Δείτε επίσης: ἀπολιπαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολιπαίνω < απο- + λιπαίνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégraisser)

  Ρήμα επεξεργασία

απολιπαίνω (παθητική φωνή: απολιπαίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία