απολίπανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολίπανση | οι | απολιπάνσεις |
γενική | της | απολίπανσης* | των | απολιπάνσεων |
αιτιατική | την | απολίπανση | τις | απολιπάνσεις |
κλητική | απολίπανση | απολιπάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιπάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απολίπανση < απολιπαίνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégraissage)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπολίπανση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απολιπαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απολιπαίνω και λίπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολίπανση