απασπάτευτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απασπάτευτα < απασπάτευτος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
απασπάτευτα
- χωρίς να το(ν) πασπατέψουν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πασπατεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απασπάτευτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απασπάτευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απασπάτευτος