Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απασπάτευτος η απασπάτευτη το απασπάτευτο
      γενική του απασπάτευτου της απασπάτευτης του απασπάτευτου
    αιτιατική τον απασπάτευτο την απασπάτευτη το απασπάτευτο
     κλητική απασπάτευτε απασπάτευτη απασπάτευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απασπάτευτοι οι απασπάτευτες τα απασπάτευτα
      γενική των απασπάτευτων των απασπάτευτων των απασπάτευτων
    αιτιατική τους απασπάτευτους τις απασπάτευτες τα απασπάτευτα
     κλητική απασπάτευτοι απασπάτευτες απασπάτευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απασπάτευτος < α- + πασπατεύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απασπάτευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει πασπατευτεί ή δεν μπορεί να πασπατευτεί
     συνώνυμα: άγγιχτος, αψηλάφητος
  2. (μεταφορικά) παρθένος
     συνώνυμα: αγνός, αμόλευτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία