απαξιοίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαξιοίς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαξοῖς (με συναίρεση του -όεις στην κατάληξη· ρήμα ἀπαξιῶ -όω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pa.ksiˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ξι‐οίς
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααπαξιοίς