αξιοσέβαστα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αξιοσέβαστα < αξιοσέβαστος + -α
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αξιοσέβαστα
- με αξιοσέβαστο τρόπο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αξιοσέβαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αξιοσέβαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιοσέβαστος