• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αντιπράττω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀντιπράττω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπράττω < αρχαία ελληνική ἀντιπράττω / ἀντιπράσσω < πράττω / πράσσω

Ρήμα

επεξεργασία

αντιπράττω

  1. (λόγιο) εναντιώνομαι
  2. (λόγιο) κάνω αντίπραξη

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αντενεργώ

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • συμπράττω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αντίπραξη
  • → δείτε τις λέξεις αντί και πράττω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αντιπράττω
  • αγγλικά : counteract (en), oppose (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντιπράττω&oldid=5454368"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:32

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:32.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας