→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιπράσσω < ἀντι- + πράσσω

ἀντιπράσσω

  • ενεργώ εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία